- εμμείγνυμι
- ἐμμείγνυμι και ἐμμίγνυμι (Α)1. ανακατώνω μέσα σε κάτι2. (για πρόσ.) συναντώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek